swindle sb out of sth - κλέβω κάτι από κάποιον, spin - περιστρέφομαι δυνατά, στροβιλίζομαι, dwindle - μειώνομαι σταδιακά, μαραίνομαι, saddle sb with sth - επιβαρύνω, αναθέτω κάτι δύσκολο ή βαρετό σε κάποιον, tangle - μπλέκω (κάποιον σε κάτι μπερδεμένο), tumble - πέφτω κάτω, jumble - ρίχνω πράγματα σε ακατάστατο σωρό, stumble - σκοντάφτω (σε κάτι), burnish - γυαλίζω (μια μεταλλική επιφάνεια) τρίβοντας, varnish - λουστράρω, καλύπτω με βερνίκι, garnish - διακοσμώ (φαγητό), γαρνίρω, tarnish - σπιλώνω, αμαυρώνω (την υπόληψη κάποιου), invader - εισβολέας, κατακτητής, assailant - άτομο που επιτίθεται βίαια σε κάποιον, aggressor - απρόκλητος εισβολέας, assassin - δολοφόνος (πολιτικού προσώπου), elevate - σηκώνω, ανυψώνω, refine - καθαρίζω διυλίζοντας, ραφινάρω, advance - προάγω, εξελίσσω, upgrade - αναβιβάζω, αναβαθμίζω, contestant - διαγωνιζόμενος, runner - δρομέας, counterpart - ο ομόλογος, άτομο αντίστοιχο σε θέση/βαθμό με κάποιο άλλο, nominee - υποψήφιος, άτομο που έχει προταθεί για ένα βραβείο κ.λπ., sleep like a dog - κοιμάμαι βαριά, sleep tight - (ευχή) Καλόν ύπνο!, Όνειρα γλυκά!, sleep on it - αναβάλλω μια απόφαση μέχρι να το σκεφτώ καλά, sleep it off - κοιμάμαι για να συνέλθω (από μέθη), consent to - συγκατατίθεμαι (σε κάτι), δέχομαι, plead with sb for sth - ικετεύω (κάποιον για κάτι),

Κατάταξη

Θέμα

Επιλογές

Αλλαγή προτύπου

Επαναφορά αυτόματα αποθηκευμένου: ;