swindle sb out of sth - κλέβω κάτι από κάποιον, spin - περιστρέφομαι δυνατά, στροβιλίζομαι, dwindle - μειώνομαι σταδιακά, μαραίνομαι, saddle sb with sth - επιβαρύνω, αναθέτω κάτι δύσκολο ή βαρετό σε κάποιον, tangle - μπλέκω (κάποιον σε κάτι μπερδεμένο), tumble - πέφτω κάτω, jumble - ρίχνω πράγματα σε ακατάστατο σωρό, stumble - σκοντάφτω (σε κάτι), burnish - γυαλίζω (μια μεταλλική επιφάνεια) τρίβοντας, varnish - λουστράρω, καλύπτω με βερνίκι, garnish - διακοσμώ (φαγητό), γαρνίρω, tarnish - σπιλώνω, αμαυρώνω (την υπόληψη κάποιου), invader - εισβολέας, κατακτητής, assailant - άτομο που επιτίθεται βίαια σε κάποιον, aggressor - απρόκλητος εισβολέας, assassin - δολοφόνος (πολιτικού προσώπου), elevate - σηκώνω, ανυψώνω, refine - καθαρίζω διυλίζοντας, ραφινάρω, advance - προάγω, εξελίσσω, upgrade - αναβιβάζω, αναβαθμίζω, contestant - διαγωνιζόμενος, runner - δρομέας, counterpart - ο ομόλογος, άτομο αντίστοιχο σε θέση/βαθμό με κάποιο άλλο, nominee - υποψήφιος, άτομο που έχει προταθεί για ένα βραβείο κ.λπ., sleep like a dog - κοιμάμαι βαριά, sleep tight - (ευχή) Καλόν ύπνο!, Όνειρα γλυκά!, sleep on it - αναβάλλω μια απόφαση μέχρι να το σκεφτώ καλά, sleep it off - κοιμάμαι για να συνέλθω (από μέθη), consent to - συγκατατίθεμαι (σε κάτι), δέχομαι, plead with sb for sth - ικετεύω (κάποιον για κάτι),
0%
Express C2 -Test 8 KEKATOU SCHOOL
Μοιραστείτε
Μοιραστείτε
Μοιραστείτε
από
Elisabethkekato
Εμφάνιση περισσότερων
Επεξεργασία περιεχομένου
Ενσωμάτωση
Περισσότερα
Κατάταξη
Εμφάνιση περισσότερων
Εμφάνιση λιγότερων
Ο πίνακας κατάταξης είναι ιδιωτικός. Κάντε κλικ στην επιλογή
Μοιραστείτε
για να τον δημοσιοποιήσετε.
Ο πίνακας κατάταξης έχει απενεργοποιηθεί από τον κάτοχό του.
Ο πίνακας κατάταξης είναι απενεργοποιημένος, καθώς οι επιλογές σας είναι διαφορετικές από τον κάτοχό του.
Επαναφορά επιλογών
Αντιστοίχιση
είναι ένα ανοικτό πρότυπο. Δεν δημιουργεί βαθμολογίες πίνακα κατάταξης.
Απαιτείται σύνδεση
Θέμα
Γραμματοσειρές
Απαιτείται σύνδεση
Επιλογές
Αλλαγή προτύπου
Εμφάνιση όλων
Θα εμφανιστούν περισσότερες μορφές καθώς παίζετε τη δραστηριότητα.
Επαναφορά αυτόματα αποθηκευμένου:
;