ἀγοράζω - αγοράζω, ἀγοράζεις - αγοράζεις, ἀγοράζει - αγοράζει, ἀγοράζομεν - αγοράζουμε, ἀγοράζετε - αγοράζετε, ἀγοράζουσι / ἀγοράζουσιν - αγοράζουν, ἠγόραζον - αγόραζα, ἠγόραζες - αγόραζες, ἠγόραζε / ἠγόραζεν - αγόραζε, ἠγοράζομεν - αγοράζαμε, ἠγοράζετε - αγοράζατε, ἠγόραζον (γ πληθ. ) - αγόραζαν, ἀγοράσω - θα αγοράζω/θα αγοράσω, ἀγοράσεις - θα αγοράζεις/θα αγοράσεις, ἀγοράσει - θα αγοράζει/θα αγοράσει, ἀγοράσομεν - θα αγοράζουμε/θα αγοράσουμε, ἀγοράσετε - θα αγοράζετε/θα αγοράσετε, ἀγοράσουσι / ἀγοράσουσιν - θα αγοράζουν/θα αγοράσουν, ἠγόρασα - αγόρασα, ἠγόρασας - αγόρασες, ἠγόρασε / ἠγόρασεν - αγόρασε, ἠγοράσαμεν - αγοράσαμε, ἠγοράσατε - αγοράσατε, ἠγόρασαν - αγόρασαν, ἠγόρακα - έχω αγοράσει, ἠγόρακας - έχεις αγοράσει, ἠγόρακε / ἠγόρακεν - έχει αγοράσει, ἠγοράκαμεν - έχουμε αγοράσει, ἠγοράκατε - έχετε αγοράσει, ἠγοράκασι / ἠγοράκασιν - έχουν αγοράσει,

Κατάταξη

Οπτικό στυλ

Επιλογές

Αλλαγή προτύπου

Επαναφορά αυτόματα αποθηκευμένου: ;