δείχνει κάτι που υπάρχει δύο φορές: δισέγγονο, δισχίλιοι, δίστομο, δισεκατομμύριο, δισέλιδο, δίστιχο, δισύλλαβος, δισυπόστατος, δίστηλος, δείχνει δυσκολία ή κακό αποτέλεσμα: δυσανάγνωστος, δυσανάλογα, δυσάρεστος, δυσβάστακτος, δυσκολία, δυσκολονόητος, δυσλειτουργία, δυσαρέσκια, δυσεύρετος,

δισ- ή δυσ- ;

από

Κατάταξη

Οπτικό στυλ

Επιλογές

Αλλαγή προτύπου

Επαναφορά αυτόματα αποθηκευμένου: ;