1) διώκω: β' ενικό Παρατατικού a) ἐδίωκες b) ἐδίωκον c) ἐδίωξε 2) φυλάττω: α' πληθυντικό Παρατατικού a) ἐφύλαττον b) ἐφυλάττομεν c) ἐφυλάξομεν 3) φεύγω: γ' ενικό Παρατατικού a) ἔφευγε b) φεύγει c) ἔφευγον 4) ταράττω: γ' πληθυντικό Παρατατικού a) ἐτάραττον b) ταράξουσι c) ἐταράττουσι 5) κόπτω: β' πληθυντικό Παρατατικού a) κόπτετε b) ἐκόπτετε c) κόψετε 6) θεραπεύω: α' ενικό Παρατατικού a) θεραπεύσω b) θεραπεῦον c) ἐθεράπευον

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ΟΡΙΣΤΙΚΗΣ-ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Κατάταξη

Θέμα

Επιλογές

Αλλαγή προτύπου

Επαναφορά αυτόματα αποθηκευμένου: ;