στολίζω - Ενεστώτας Ενεργ. Φωνής, στολίζομαι - Ενεστώτας Παθ. Φωνής, στόλιζα - Παρατατικός Ενεργ. Φωνής, στολιζόμουν - Παρατατικός Παθ. Φωνής, στόλισα - Αόριστος Ενεργ. Φωνής, στολίστηκα - Αόριστος Παθ. Φωνής, θα στολίζω - Μέλλοντας Εξακολουθητικός Ενεργ. Φωνής, θα στολίζομαι - Μέλλοντας Εξακολουθητικός Παθ. Φωνής, θα στολίσω - Μέλλοντας Συνοπτικός Ενεργ. Φωνής, θα στολιστώ - Μέλλοντας Συνοπτικός Παθ. Φωνής, έχω στολίσει - Παρακείμενος Ενεργ. Φωνής, έχω στολιστεί - Παρακείμενος Παθ. Φωνής, είχα στολίσει - Υπερσυντέλικος Ενεργ. Φωνής, είχα στολιστεί - Υπερσυντέλικος Παθ. Φωνής, θα έχω στολίσει - Μέλλοντας Συντελεσμένος Ενεργ. Φωνής, θα έχω στολιστεί - Μέλλοντας Συντελεσμένος Παθ. Φωνής,

ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ (ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ & ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ) - Α.Δ.Τ.

排行榜

视觉风格

选项

切换模板

恢复自动保存: