παίρνω δάνειο - take out a loan, παράβολα τράπεζας - bank fees, τσιγγούνης - stingy, δάνειο/ δανείζω - loan/ lend, γενναιόδορος - generous, χρωστάω χρήματα   - owe money, πληρώνω υποθήκη - pay a mortgage, χαρτζιλίκι - allowance, αυτοεξομολόγηση - self-confessed, ξοδεύω - splash out, συγκεντρώνομαι - concentrate on, αναθρέφω - bring up, χρωστάω χρήματα - owe money, αξία - value, οικoνομική κρίση - recession, αξία - value, χρεωμένος - in debt,

PLANET ENGLISH UNIT 7 READING

ลีดเดอร์บอร์ด

แฟลชการ์ด เป็นแม่แบบแบบเปิดที่ไม่ได้สร้างคะแนนสำหรับลีดเดอร์บอร์ด

สไตล์ภาพ

ตัวเลือก

สลับแม่แบบ

คืนค่าการบันทึกอัตโนมัติ: ใช่ไหม