έγινε η γλώσσα μου τσαρούχι - στέγνωσε, μου βγαίνει η γλώσσα - κουράζομαι πολύ, μπερδεύεται η γλώσσα του - δυσκολεύεται στο να μιλήσει σωστά, κατάπιε τη γλώσσα του - δεν μιλάει, λύνεται η γλώσσα κάποιου - αρχίζει να μιλάει ελεύθερα, δεν κρατά τη γλώσσα του - δεν μπορεί να κρατήσει μυστικό, φάει τη γλώσσα σου - μην λες πράγματα κακά που μπορούν να γίνουν, στάζει η γλώσσα του φαρμάκι - μιλάει με κακία, νεκρή γλώσσα  - γλώσσα που δεν μιλιέται πια από κανέναν άνθρωπο, η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει - μέσω των λέξεων μπορείς να πεις πράγματα που μπορούν να προκαλέσουν μεγάλο κακό,

Κατάταξη

Οπτικό στυλ

Επιλογές

Αλλαγή προτύπου

Επαναφορά αυτόματα αποθηκευμένου: ;