mluvit/říkat pravdu - říkat to, co se shoduje se skutečností, říkat pravdu do očí - mluvit otevřeně, lhát - vědomě říkat nepravdu, kecat - zbytečně hloupě mluvit, výmluva - vymyšlený důvod uváděný k zastření pravého důvodu, milosrdná lež - lhaní ze zdvořilosti, altruistická lež, lhář, lhářka - člověk, který vědomě říká nepravdu, šeptat - zcela tiše, nezvučně mluvit, mlčet - být zticha, mluvčí - osoba, která mluví; osoba, která mluví jménem jiných, výraz obličeje - vnější vzhled, odrážející duševní stav, mračit se - tvářit se nevlídně, zachmuřeně, skákat někomu do řeči - přerušovat něčí mluvený projev, úsměv - výraz obličeje vyjadřující radost, upoutat pozornost - vzbudit zájem,
0%
Lidská komunikace B2
Μοιραστείτε
από
Linkovak
Čeština pro cizince
Επεξεργασία περιεχομένου
Ενσωμάτωση
Περισσότερα
Κατάταξη
Εμφάνιση περισσότερων
Εμφάνιση λιγότερων
Ο πίνακας κατάταξης είναι ιδιωτικός. Κάντε κλικ στην επιλογή
Μοιραστείτε
για να τον δημοσιοποιήσετε.
Ο πίνακας κατάταξης έχει απενεργοποιηθεί από τον κάτοχό του.
Ο πίνακας κατάταξης είναι απενεργοποιημένος, καθώς οι επιλογές σας είναι διαφορετικές από τον κάτοχό του.
Επαναφορά επιλογών
Αντιστοίχιση
είναι ένα ανοικτό πρότυπο. Δεν δημιουργεί βαθμολογίες πίνακα κατάταξης.
Απαιτείται σύνδεση
Οπτικό στυλ
Γραμματοσειρές
Απαιτείται συνδρομή
Επιλογές
Αλλαγή προτύπου
Εμφάνιση όλων
Θα εμφανιστούν περισσότερες μορφές καθώς παίζετε τη δραστηριότητα.
Ανοιχτά αποτελέσματα
Αντιγραφή συνδέσμου
Κωδικός QR
Διαγραφή
Επαναφορά αυτόματα αποθηκευμένου:
;