ἨΘΡΟΙΣΑΜΕΝ - α′ πληθυντικό Αορίστου του ἀθροίζω, ἘΚΡΟΥΣΕ - γ′ ενικό Αορίστου του κρούω, ἘΚΟΠΤΕΣ - β′ ενικό Παρατατικού του κόπτω, ἘΣΩΣΑΣ - β′ ενικό Αορίστου του σῴζω, ἹΠΠΕΥΣΕ - γ′ ενικό Αορίστου του ἱππεύω, ἘΝΟΜΙΖΟΝ - γ′ πληθυντικό Παρατατικού του νομίζω, ἨΛΠΙΖΑΤΕ - β′ πληθυντικό Αορίστου του ἐλπίζω,

Κατάταξη

Οπτικό στυλ

Επιλογές

Αλλαγή προτύπου

Επαναφορά αυτόματα αποθηκευμένου: ;