κωλύσουσι - κωλύουσι, κελεύσει - κελεύει, πορευσόμεθα - πορευόμεθα, παύσῃ - παύῃ, κωλύσεις - κωλύεις,

Κατάταξη

Οπτικό στυλ

Επιλογές

Αλλαγή προτύπου

Επαναφορά αυτόματα αποθηκευμένου: ;