to lay off - отстранить от работы (в связи с проблемами компании) , to dismiss - уволить, retirement allowance / pension - пенсия, to look for a job - искать работу, employee - работник, сотрудник, employer - работодатель, promotion - повышение, performance - производительность, interview - собеседование, labor - труд, trainee - стажёр, director - директор, to apply for a job - подать заявление на работу, part-time - неполная занятость, holiday pay - отпускные, overtime - сверхурочные часы, self-employed - работающий на себя, unemployed - безработный, retired - на пенсии, working conditions - условия труда, apprenticeship - обучение, advertisement - реклама,
0%
английский
Μοιραστείτε
Μοιραστείτε
Μοιραστείτε
από
Evao2005
Επεξεργασία περιεχομένου
Ενσωμάτωση
Περισσότερα
Κατάταξη
Εμφάνιση περισσότερων
Εμφάνιση λιγότερων
Ο πίνακας κατάταξης είναι ιδιωτικός. Κάντε κλικ στην επιλογή
Μοιραστείτε
για να τον δημοσιοποιήσετε.
Ο πίνακας κατάταξης έχει απενεργοποιηθεί από τον κάτοχό του.
Ο πίνακας κατάταξης είναι απενεργοποιημένος, καθώς οι επιλογές σας είναι διαφορετικές από τον κάτοχό του.
Επαναφορά επιλογών
Αντιστοίχιση
είναι ένα ανοικτό πρότυπο. Δεν δημιουργεί βαθμολογίες πίνακα κατάταξης.
Απαιτείται σύνδεση
Οπτικό στυλ
Γραμματοσειρές
Απαιτείται σύνδεση
Επιλογές
Αλλαγή προτύπου
Εμφάνιση όλων
Θα εμφανιστούν περισσότερες μορφές καθώς παίζετε τη δραστηριότητα.
Ανοιχτά αποτελέσματα
Αντιγραφή συνδέσμου
Διαγραφή
Επαναφορά αυτόματα αποθηκευμένου:
;