Σωστό: ελαιόλαδο, ελαιοκαλλιεργητής, ελαιοτριβείο, ελαιοχρωματιστη΄ς, ελαιογραφία, λαδόξιδο, λαδορίγανη, λαδολέμονο, λαδομπογιά, λαδόψωμο, αγριελιά, ελαιοπιεστήριο, Λανθασμένο: ελιά, λάδι, λαδάκι, λαδικό, λαδιά, ελαιώνας, έλαιον, λαδερός, λαδωμένος, λαδώνω,

Η ελιά και το ελαιόλαδο: Σύνθετες λέξεις

Κατάταξη

Οπτικό στυλ

Επιλογές

Αλλαγή προτύπου

Επαναφορά αυτόματα αποθηκευμένου: ;