βλαπτέτω - γ ενικό προστακτικής ενεστώτα ε.φ. του βλα΄πτω, βλάψατε - β πληθυντικό προστακτικής αορίστου ε.φ. του βλάπτω, τάξωσι - γ πληθυντικό υποτακτικής αορίστου ε.φ. του τάττω, παιδεύου - β ενικό προστακτικής ενεστώτα μ.φ. του παιδεύομαι, παιδευσάσθων - γ πληθυντικό προστακτικής αορίστου μ.φ. του παιδεύομαι, ταξώμεθα - α πληθυντικό υποτακτικής αορίστου μ.φ. του τάττομαι, πραττέσθω - γ ενικό προστακτικής ενεστώτα μ.φ. του πράττομαι, πράττε - β ενικό προστακτικής ενεστώτα ε.φ. του πράττω,

Κατάταξη

Οπτικό στυλ

Επιλογές

Αλλαγή προτύπου

Επαναφορά αυτόματα αποθηκευμένου: ;