ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ: κοιμόμουν, διάβαζα, γελούσα, μύριζα, ακουμπούσα, χαιρετούσα, εγραφα, περίμενα, ΑΟΡΙΣΤΟΣ: έκλαψα, ξύπνησα, πίστεψα, είδα, γέλασα, επιασα, κοίταξα, ακούμπησα,

Παρατατικός ή Αόριστος

Classifica

Stile di visualizzazione

Opzioni

Cambia modello

Ripristinare il titolo salvato automaticamente: ?