α(ν)-: ικανός, υπάκουος, βεβαιότητα, γνωστός, ανα-: ζωογονώ, καλύπτω, λαμβάνω, γνωρίζω, ξε-: τρυπώνω, νοικιάζω, διπλώνω, διαλέγω, στρώνω, προβάλλω,

Lyderių lentelė

Vizualinis stilius

Parinktys

Pakeisti šabloną

Atkurti automatiškai įrašytą: ?