outskirts - περίχωρα, allotment - κτήμα που έχει παραχωρηθεί με κλήρο, industrial estate - βιομηχανική περιοχή, detached home - απομακρυσμένο σπίτι, suburbs - προάστια, housing estate - συγκρότημα κατοικιών, ghetto - γκέτο, heartland - κεντρικό μέρος μιας χώρας, semi-detached house - σπίτι με μεσοτοιχία, slum - φτωχογειτονιά, terraced house - σειρά όμοιων κατοικιών που χωρίζονται με μεσοτοιχία, subsidised - επιχορηγούμενος, provincial - επαρχιακός, amenity - άνεση, ευκολία, boarded-up - καλυμμένος με σανίδια, bustling - μέρος που σφύζει από ζωή και κίνηση, raze - καταστρέφω, ισοπεδώνω, sprawling - άναρχος, hotbed - κέντρο των εξελίξεων, condemned - ακατάλληλος, asylum seeker - αιτών άσυλο, deport - απελαύνω, flee - τρέπομαι σε φυγή, hostility - εχθρότητα, influx - εισροή, marginalise - περιθωριοποιώ, quota - ποσοστό, uproot - ξεριζώνω, dweller - κάτοικος, gravitate - έλκομαι,

REACTIVATE C1/C2-UNIT 3 Kekatou School

Lyderių lentelė

Vizualinis stilius

Parinktys

Pakeisti šabloną

Atkurti automatiškai įrašytą: ?