assisted suicide - υποβοηθούμενη αυτοκτονία, manslaughter - ανθρωποκτονία εξ αμελείας, fraud - απάτη, trafficking - παράνομη διακίνηση, λαθρεμπόριο, embezzlement - κατάχρηση, arson - εμπρησμός, breaking-and-entering - διάρρηξη, assault - επίθεση, grievous bodily harm - η πιο σοβαρή μορφή επίθεσης σύμφωνα με τον Βρετανικό νόμο, evasion - διαφυγή, αποφυγή, abduction - απαγωγή, forgery - πλαστογραφία, espionage - κατασκοπεία, perjury - ψευδορκία, smuggling - λαθρεμπόριο, harassment - παρενόχληση, trespassing - καταπάτηση, whizz kid - παιδί θαύμα, confidential - εμπιστευτικός, vigilant - σε επαγρύπνηση, testimony - μαρτυρία, prosecute - διώκω ποινικά, compensation - αποζημίωση, condone - ανέχομαι, cross-examine - διασταύρωση στοιχείων, detain - θέτω υπο κράτηση, enforce - επιβάλλω, interrogate - ανακρίνω, penalise - τιμωρώ, plead - υπερασπίζομαι (σε δικαστήριο),

REACTIVATE C1/C2-UNIT 2 Kekatou School

Lyderių lentelė

Vizualinis stilius

Parinktys

Pakeisti šabloną

Atkurti automatiškai įrašytą: ?