πέμψαντες - ονομαστική πληθυντικού μετοχής αορ., ἐκέλευσαν - γ’ πληθ. οριστικής αορίστου, λέγοντας - αιτιατική πληθ. μετοχής ενεστώτα, γενέσθαι - απαρέμφατο αορ. μέση φωνή, πίπτοις - β΄ ενικό ευκτικής ενεστώτα, κινδυνεύσητε - β΄ πληθ. υποτακτικής αορίστου, πεπράχατε - β΄ πληθ. οριστικής παρακειμένου, κινδυνεύειν - απαρέμφατο ενεστώτα ε.φ., ἤγαγον - α΄ ενικό οριστικής αορ. β΄, λῦε - β΄ ενικό προστακτικής ενεστώτα,

ΡΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ Ε.Φ. - Μ.Φ.

Clasament

Stilul vizual

Opţiuni

Comutare șablon

Restaurare activitate salvată automat: ?