πέμπομεν - α' πρόσωπο πληθυντικού Ενεστώτα, κελεύσουσιν - γ' πρόσωπο πληθυντικού Μέλλοντα, ἐφύλαξας - β' πρόσωπο ενικού Αορίστου , ἤρξατε - β' πρόσωπο πληθυντικού Αορίστου, ἐστράτευον - γ' πρόσωπο πληθυντικού ή α' πρόσωπο ενικού Παρατατικού, πέμψει - γ' πρόσωπο ενικού Μέλλοντα, ἤλλαζες - β' πρόσωπο ενικού Παρατατικού,

Χρόνοι Ρημάτων

Clasament

Stilul vizual

Opţiuni

Comutare șablon

Restaurare activitate salvată automat: ?