ανθρωπιστικός - Έχει σχέση με την προσφορά στον συνάνθρωπο., διαβλέπω - Υποθέτω και συμπεραίνω από ενδείξεις., αξιοποιώ - Χρησιμοποιώ κάτι (ή κάποιον) εκμεταλλευόμενος ό,τι θετικό έχει να προσφέρει, θεμελιώνω - Βάζω τις βάσεις για κάτι., κατεξοχήν - Κυρίως, σε μεγάλο βαθμό., καταναλωτισμός - Η τάση να καταναλώνουμε αγαθά είτε σε μεγάλες ποσότητες είτε που δεν είναι αναγκαία., διαβιώνω - Ζω τη ζωή μου σε κάποιο περιβάλλον ή συνθήκες, επιβίωση - Η διατήρηση της ζωής μέσα σε αντίξοες συνθήκες. Η συνέχιση της ζωής., αναβιώνω - Επαναφέρω κάτι στη ζωή ( μεταφορικά).,

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ-2

Tabela

Vizuelni stil

Postavke

Promeni šablon

Vrati automatski sačuvano: ?