τούτου - γεν. ενικού αρσενικό, ταύτας - αιτιατ. πληθ. θηλυκό, τούτω - δοτ. ενικού ουδέτερο, τούτον - αιτιατ. εν. αρσενικό, ταύτης - γενική ενικού θηλυκό, ταύταις - δοτ. πληθ. θηλυκό, ταύτα - ονομ. πληθ. ουδέτερο, τούτοις - δοτ. πληθ. αρσενικό, ταύτη - δοτική ενικού θηλυκό, ταύτην - αιτιατ. εν. θηλυκό,

Δεικτική αντωνυμία -οὗτος -αὕτη -τοῦτο (Δεν ξεχνάω τους τόνους)

Rankningslista

Visuell stil

Alternativ

Växla mall

Återställ sparas automatiskt: ?