ενεστώτας - βαριέμαι, παρατατικός - βαριόμουν, αόριστος - βαρέθηκα, μέλλ.συνοπτικός - θα βαρεθώ, μέλλ.εξακολουθητικός - θα βαριέμαι, παρακείμενος - έχω βαρεθεί, υπερσυντέλικος - είχα βαρεθεί, συντελ.μέλλ. - θα έχω βαρεθεί,

Leaderboard

Visual style

Options

Switch template

Continue editing: ?