ᾗ - δοτική ενικού θηλυκού, ἧς - γενική ενικού θηλυκού, ᾧ - δοτική ενικού ουδετέρου, οὗ - γενική ενικού αρσενικού, οἷς - δοτική πληθυντικού αρσενικού, οὕς - αιτιατική πληθυντικού αρσενικού, ἅς - αιτιατική πληθυντικού θηλυκού, ὅν - αιτιατική ενικού αρσενικού, ὅ - ονομαστική ενικού ουδετέρου, ἥν - αιτιατική ενικού θηλυκού,

Αρχαία ελληνικά : η αντωνυμία ὅς, ἥ, ὅ

Leaderboard

Visual style

Options

Switch template

Continue editing: ?