Σωστό: δίχρονο, δίφυλλη, δυσκολεύομαι, δυστύχημα, δυσάρεστος, δυσοσμία, δίσεκτο, δυσφημίζω, δισέλιδο, δισέγγονο, Λάθος: δύπορτο, δυώροφο, δισκολεύομαι, διστυχισμένος, δισάρεστος, δισοσμία, δύσεκτο, δισφήμηση, δυσέλιδο, δυσέγγονο,

ΕΝΑ ΑΚΟΜΑ ΣΚΑΛΙ - (Δις ή δυς)

Leaderboard

Visual style

Options

Switch template

Continue editing: ?