άμπωτη - φάση της παλίρροιας (υποχώρηση νερού της θάλασσας), ποτοαπαγόρευση - η απαγόρευση της παραγωγής, πώλησης και κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών, ποτοποιείο - ο τόπος παρασκευής ποτών, πρόποση - γίνεται με υψωμένο το ποτήρι εις υγείαν ή προς τιμήν κάποιου, υδροπότης - αυτός που πίνει νερό, ποτήριον - "παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ... τοῦτο", συμπότης - αυτός που πίνει μαζί με άλλους, συμπόσιο - επσιτημονικό συνέδριο, συνεστίαση, κατάποση - η προώθηση τροφής από το στόμα στο στομάχι, ποτιστικός - αυτός που σχετίζεται με το πότισμα, ηδύποτος - ο γλυκός στην πόση, ποτοποιός - ο παρασκευαστής ποτών, ποτίζω - ρίχνω νερό σε φυτό για να μεγαλώσει,

Σταυρόλεξο: Λεξιλόγιο σχετικό με το ρήμα "πίνω" - Ενότητα 6η (Αρχαία Α Γυμνασίου)

Leaderboard

Visual style

Options

Switch template

Continue editing: ?